κιτρινοπούλα

κιτρινοπούλα
η
το πουλί «συκοφάγος».

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιτρινοπούλα — η το πτηνό συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταπλ. τ. τού κιτρινοπούλι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”